- ανάκραγμα
- τό1) выкрик, крик; 2) птичий грай
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάκραγμα — το [ανακράζω] 1. δυνατή φωνή, κραυγή, επίκληση 2. (για ζώα ή πουλιά) δύναμη για κράξιμο, φωνή, λαλιά … Dictionary of Greek
ανακράζω — (Α ἀνακράζω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αρχ. (για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κράζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακράκτης νεοελλ. ανάκραγμα, ανακραξιά] … Dictionary of Greek
ανάκρασμα — ανάκρασμα, το και ανάκραγμα, το, ατος δυνατή κραυγή, κράξιμο: Το ανάκρασμά του το ακολούθησε ορμητική επίθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)